Επιθετικότητα στη προσχολική ηλικία
Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος για την επιθετικότητα μέσα στο σχολικό περιβάλλον, καθώς και το πώς αυτή η επιθετικότητα μετατρέπεται σε εκφοβισμό που μπορεί να στοιχίσει ακόμα και τη ζωή κάποιου παιδιού.
Ωστόσο στην προσχολική ηλικία 3-6 ετών η εκδήλωση της επιθετικότητας είναι μία συμπεριφορά αναμενόμενη και συχνά επιθυμητή. Η εκδήλωση της επιθετικότητας φαίνεται συχνά να αποτελεί μια φυσιολογική ενόρμηση που αποτελεί ένα συχνό τρόπο έκφρασης για παιδιά προσχολικής ηλικίας καθώς ο λόγος δεν έχει ακόμα εξελιχθεί τόσο ώστε να αποτελέσει τρόπο έκφρασης γι’ αυτά.
Η επιθετικότητα έχει συχνά σε αυτή την ηλικία την έννοια της συντελεστικής επιθετικότητας που έχει στόχο τη διεκδίκηση κάποιου επιθυμητού πράγματος, για παράδειγμα, κάποιου παιχνιδιού. Το παιδί σε αυτή την ηλικία μπαίνει για πρώτη φορά σε ένα σχολικό περιβάλλον και έρχεται αντιμέτωπο με μια πιθανή καθυστέρηση των αναγκών και των επιθυμιών του, καθώς τώρα είναι μέλος μιας ομάδας που έχει τις ίδιες ανάγκες με εκείνο. Αυτή η νέα πραγματικότητα σε συνδυασμό με την υπό διαμόρφωση γλωσσική έκφραση μπορεί να οδηγήσει στο να προσπαθήσει το παιδί με έναν πιο επιθετικό τρόπο να διεκδικήσει όσα χρειάζεται. Αυτή η λειτουργία δεν είναι απαραίτητα κάτι, για το οποίο θα πρέπει ο γονέας ή ο εκπαιδευτικός να ανησυχεί, αλλά αντιθέτως είναι ικανοποιητικό το γεγονός ότι το παιδί προσπαθεί να βρει τρόπο επικοινωνίας προς τους γύρω του.
Η κοινωνικοποίηση και η ένταξη στη σχολική κοινότητα μπορεί να βοηθήσει ώστε το παιδί να βρει εναλλακτικούς τρόπους έκφρασης των αναγκών του. Συγκεκριμένα μέχρι τα 6 χρόνια και την ένταξη πια στο δημοτικό σχολείο περιμένουμε να έχει μειωθεί η σωματική επιθετικότητα και να έχει αντικατασταθεί πιθανόν με πιο έμμεσες μορφές επιθετικότητας όπως η λεκτική. Παρατηρείται επίσης μια μεγάλη διαφορά στην έκφραση της επιθετικής συμπεριφοράς ανάμεσα στα 2 φύλα. Τα αγόρια φαίνεται να εκδηλώνουν πιο εύκολα επιθετική συμπεριφορά, καθώς είναι κάτι που από πολλούς μπορεί να θεωρείται κοινωνικά περισσότερο αποδεκτό. Με το πέρασμα της ηλικίας, αναπτύσσονται περισσότερο οι ικανότητες διαπραγμάτευσης και η επιθετικότητα του παιδιού αλλάζει μορφή.
Η επιθετικότητα μπορεί συχνά να είναι και αποτέλεσμα ανταμοιβής ή έλλειψης οριοθέτησης. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ερμηνεία τα παιδία μαθαίνουν να συμπεριφέρονται επιθετικά επειδή συχνά ανταμείβονται όταν το κάνουν. Οι γονείς των επιθετικών παιδιών συχνά ενισχύουν την επιθετική τους συμπεριφορά, είτε δίνοντας περισσότερη προσοχή, είτε γελώντας, είτε εκφράζοντας επιδοκιμασία. Η επιθετικότητα μπορεί ακόμα να είναι αποτέλεσμα μάθησης. Τα παιδιά που εκθέτονταν στο επιθετικό μοντέλο όχι μόνο μιμούνται τις συγκεκριμένες μορφές επιθετικής συμπεριφοράς, αλλά δημιούργησαν και δικές τους παρόμοιες μορφές συμπεριφοράς. Ένας ακόμα λόγος που μπορεί να οδηγήσει ένα παιδί σε επιθετική συμπεριφορά είναι η ύπαρξη άλλων σημαντικών λόγων στη ζωή του. Παιδία που βιώνουν έντονες αλλαγές όπως έλευση ενός νέου μέλους στην οικογένεια, αλλαγή κατοικίας, ασθένεια ή κάποια απώλεια μέσα στην οικογένεια κ.α. είναι αναμενόμενο συχνά να εμφανίσουν επιθετική συμπεριφορές, οι οποίες συνήθως είναι πρόσκαιρες.
Αρχικά οι γονείς θα πρέπει να παρατηρήσουν τη συμπεριφορά του παιδιού τους, τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται και κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίζεται. Συχνά η συνεχής ενασχόληση του γονέα με την επιθετική συμπεριφορά του παιδιού μπορεί να αποτελέσει λόγο για την ενίσχυση της συμπεριφοράς του παιδιού, μπορεί δηλαδή η προσοχή που δείχνει ο γονέας στο παιδί να αποτελέσει μια ανταμοιβή για το παιδί που χρειάζεται τη γονεική φροντίδα και προσοχή. Παράλληλα είναι σημαντικό ο γονέας να δείχνει τη προσοχή και τη φροντίδα του στο παιδί σε στιγμές που το παιδί δείχνει μια επιθυμητή συμπεριφορά, έτσι ώστε να μπορέσει να απολαύσει τη γονεική αγάπη και αφοσίωση που τόσο χρειάζεται χωρίς όμως αυτή να τη συνδυάζει με μια επιθετική συμπεριφορά. Τέλος είναι σημαντικό να δίνουν χώρο οι γονείς στα παιδία να μιλούν για τα συναισθήματά τους, για τους λόγους που μπορεί να τους οδήγησαν σε μια τέτοια συμπεριφορά και να μην είναι αμέσως τιμωρητικοί ενοχοποιώντας τα παιδιά, αλλά και να δίνουν εναλλακτικούς έκφρασης και εκτόνωσης της επιθετικότητας του παιδιού, όπως αθλητισμός.
Είναι το παιδί μου έτοιμο για το σχολείο?
Συχνά πολλοί γονείς που έχουν παιδιά ηλικίας μεταξύ 2 και 3 ετών έρχονται αντιμέτωποι με το ερώτημα του κατά πόσον είναι έτοιμο το παιδί τους να πάει στον παιδικό σταθμό και τί θα πρέπει να κάνουν οι ίδιοι έτσι ώστε να είναι σίγουροι ότι θα έχει την καλύτερη δυνατή προσαρμογή.
Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι ο παιδικός σταθμός είναι μια σημαντική ευκαιρία για το παιδί να κοινωνικοποιηθεί, να ενταχθεί σε μια ομάδα όπου θα έχει τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τα υπόλοιπα παιδία και που θα μπορεί να έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με έναν οργανωμένο τρόπο μάθησης.
Οι γονείς όπως πάντα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ομαλότερη προσαρμογή του παιδιού σε αυτό . Παρακάτω παρατίθενται ορισμένα βασικά σημεία που χρειάζονται τα παιδιά από τους γονείς για την ομαλότερη προσαρμογή τους στον παιδικό σταθμό:
Σιγουριά
Ένας ασφαλής και υγιής δεσμός με την οικογένεια προσφέρει στο παιδί ασφάλεια αλλά και τη δυνατότητα να αποχωριστεί χωρίς προβλήματα την οικογένεια του και να ενταχθεί σε ένα νέο πλαίσιο.
Εμπειρία
Η δυνατότητα που δίνουν οι γονείς σε ένα παιδί, όσο μικρό και να είναι, να αναλάβει μια μικρή δουλειά ,π.χ. να βοηθήσει τον γονέα σε κάτι και όλο αυτό προσαρμοσμένο και σε διαφορετικά περιβάλλοντα και συνθήκες.
Σχέσεις
Καλό κοινωνικό δίκτυο τόσο με παιδία της ηλικίας τους όσο και με ενήλικες, μέσα στο οποίο να νιώθουν ασφάλεια και αυτοπεποίθηση.
Ο ρόλος της γλώσσας
Η γλώσσα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, γιατί αποτελεί το μέσο, με τη βοήθεια του οποίου το παιδί κατακτά τη γνώση. Επίσης βοηθάει το παιδί στη κοινωνικοποίηση, αλλά και στη κατανόηση των σχέσεων. Η γλώσσα θα πρέπει να είναι παρούσα συνέχεια στη καθημερινότητα του παιδιού (σε ιστορίες, παιχνίδια, τραγούδια ή και απλές εντολές), έτσι ώστε να μπορέσει και εκείνο με τη σειρά του να τη χρησιμοποιεί στο σχολικό περιβάλλον.
Η σημασία του να ακούς
Όσο σημαντικό είναι να μιλάει ένας γονιός στο παιδί του, άλλο τόσο είναι και να το ακούει όταν εκείνο μιλάει. Με την προσοχή που δίνει επιβραβεύει τη προσπάθεια του παιδιού να επικοινωνήσει με αυτό το μέσο και κατανοεί καλύτερα και τις ανάγκες του.
Το πρόγραμμα
Ένα καλά ρυθμισμένο πρόγραμμα με συγκεκριμένες ώρες, ύπνου, φαγητού, παιχνιδιού και συζήτησης βοηθάει πάντα ένα παιδί να οριοθετηθεί και κατά συνέπεια να ενταχθεί χωρίς προβλήματα σε ένα σχολικό πλαίσιο.
Αυτονομία
Επιτρέψτε στο παιδί σας να προσπαθήσει μόνο του να κάνει πράγματα τα οποία του έχετε ήδη μάθει. Ίσως είναι πιο δύσκολος και πιο χρονοβόρος τρόπος, όμως δίνει στο παιδί και χαρά, αλλά και το βοηθάει να αναλάβει ότι το αφορά αργότερα στο σχολείο.
Όρια
Είναι σημαντικό να διατυπωθεί με σαφήνεια τι επιτρέπεται και τι όχι σε ένα σπίτι και αυτό να έχει εξηγηθεί με τον τρόπο που να είναι κατανοητός από ένα παιδί. Επίσης τα όρια θα πρέπει να τηρούνται από όλους όσους σχετίζονται με την ανατροφή του παιδιού. Αυτό είναι κάτι που θα το δει να συμβαίνει από τη πρώτη ημέρα στο σχολείο.
Μια φορά εγώ και μια φορά εσύ!
Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία έχουν πάντα τη τάση να ενθουσιάζονται και να τα θέλουν όλα και χωρίς αναβολή. Πρέπει να μάθει ένα παιδί να περιμένει τη σειρά του, να περιμένει πριν έρθει αυτό που επιθυμεί. Έτσι θα προσαρμοστεί καλύτερα σε ένα περιβάλλον με πολλά παιδιά που θα έχουν τις ίδιες επιθυμίες με εκείνο ταυτόχρονα.
Εκτός από αυτές τις συμβουλές είναι καλό να θυμάται κάθε γονιός ότι ο ίδιος λειτουργεί ως πρότυπο για το παιδί του και ότι το παιδί είναι πιθανό να αναπαράγει δικές του συνήθειες.
Η πρώτη επαφή με το βρέφος
Είναι δύσκολο να αναλογιστεί κανείς πόσο κρίσιμες και σημαντικές είναι οι πρώτες στιγμές, οι πρώτες ημέρες, οι πρώτοι μήνες της ζωής ενός βρέφους και πόση σημασία θα έχει για την μετέπειτα ζωή του η αλληλεπίδραση που θα συντελεστεί σε αυτή τη πρώτη επαφή με τη μητέρα του.
Όλα τα βρέφη από τις πρώτες στιγμές της ζωής τους δέχονται άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή ασυνείδητα ένα πλήθος εντυπώσεων από το περιβάλλον τους και κυρίως από τη μητέρα ή τον/την τροφό τους. Η ανάπτυξη τους πραγματοποιείται κάτω από την επίδραση των συνθηκών της ζωής τους και της αγωγής που τους δίνουμε, καθώς και των ερεθισμάτων, της προσοχής που τους προσφέρουμε. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς, πως ακόμα και παιδιά που γεννιούνται με σοβαρές παθήσεις συνοδευόμενες ακόμα και από νοητική καθυστέρηση, μπορούν να έχουν μια πολύ ελπιδοφόρα εξέλιξη εάν το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν είναι πλούσιο σε ερεθίσματα .
Τα βρέφη στο ανθρώπινο είδος έχουν την ανάγκη της φροντίδας των ενηλίκων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη του ζωικού βασιλείου. Δηλαδή τα βρέφη είναι απόλυτα εξαρτημένα από τους γονείς τους για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ανάμεσα στη μητέρα και στο βρέφος σχηματίζεται από τη πρώτη στιγμή που έρχεται στο κόσμο ένας ισχυρός δεσμός, ο οποίος είναι καθοριστικός για τη μετέπειτα ψυχολογική και συναισθηματική εξέλιξη του παιδιού. Ο δεσμός αυτός ονομάζεται προσκόλληση.
Από βιολογική σκοπιά η προσκόλληση είναι για το βρέφος ένας τρόπος επιβίωσης. Τα βρέφη μετά την έξοδό τους από τη μήτρα της μητέρας και τη προστασία που τους παρείχε αυτή, νιώθουν αβοήθητα και αναπτύσσουν ένα έντονο αίσθημα φόβου. Νιώθουν την ανεπάρκειά τους να επιβιώσουν χωρίς τη φροντίδα κάποιου και το μόνο πρόσωπο που τους παρέχει ηρεμία και προστασία είναι η μητέρα . Τα βρέφη λοιπόν σε αυτή τη φάση αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο και αναζητούν συνεχώς την ασφάλεια που ένιωθαν μεγαλώνοντας μέσα στη μήτρα της μητέρας. Επομένως σε περίπτωση που νιώσουν πως η μητέρα απομακρύνεται από εκείνα και δεν είναι πια προσβάσιμη, νιώθουν αμέσως τον κίνδυνο και την απειλή και ενεργοποιούν συμπεριφορές όπως το κλάμα. Σκοπός τους είναι να προστατευτούν. Να ξαναέλθει πάλι κοντά τους η μητέρα τους και να νιώσουν και πάλι ασφάλεια.
Αποτελέσματα μακροχρόνιων ερευνών έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν διαφορετικές μορφές δεσμού προσκόλλησης ανάμεσα σε μητέρα και βρέφος. Οι διαφορετικές μορφές δεσμού που παρουσιάζουν τα βρέφη σχετίζονται άμεσα με τη ποιότητα των αλληλεπιδράσεων και της συναισθηματικής σχέσης που αναπτύσσουν με τη μητέρα τους ή το πρόσωπο που έχει αναλάβει να τα φροντίσει.
Υπάρχουν λοιπόν, 4 βασικοί τύποι οργάνωσης συμπεριφορών προσκόλλησης:
1. Ασφαλής προσκόλληση
Αυτή είναι και η πιο ομαλή μορφή προσκόλλησης. Είναι οι γονείς που φροντίζουν τα παιδιά με μεγάλη ευαισθησία, αγάπη, ανταπόκριση, συντονισμό, σταθερότητα, διαθεσιμότητα και αποδοχή. Δημιουργούν δηλαδή μια συντονισμένη και συνεργατική σχέση με τα βρέφη . Τα βρέφη νιώθουν ότι οι επιθυμίες και οι ανάγκες τους γίνονται κατανοητές από τους γονείς. Το βρέφος νιώθει ασφαλές όταν συμπεριφέρεται ελεύθερα και οι υπόλοιποι το καταλαβαίνουν και ανταποκρίνονται στις ανάγκες του χωρίς όρους. Έτσι νιώθει τον εαυτό του αγαπητό και αποδεκτό από τους άλλους.
2. Αποφευκτική προσκόλληση
Σε αυτή τη μορφή προσκόλλησης τα βρέφη δεν είναι σίγουρα για το που βρίσκεται η μητέρα τους σε περίπτωση ανάγκης, αν θα επιστρέψει και ποιά θα είναι η στάση της όταν εκείνη επιστρέψει. Οι γονείς εδώ δυσκολεύονται να ασχοληθούν με τη φροντίδα του βρέφους, νιώθουν άγχος ή θυμό όταν τα παιδιά τους παρουσιάζουν συμπεριφορές προσκόλλησης. Δεν μπορούν αντέξουν το γεγονός ότι το βρέφος είναι εξαρτημένο από αυτούς, ευάλωτο, έχει ανάγκες και συναισθηματικές απαιτήσεις από τους γονείς τους. Έτσι αυτό που κάνουν είναι να απομακρύνονται συναισθηματικά από αυτό χωρίς να προσπαθούν να κατανοήσουν την αναστατωμένη ψυχική και νοητική του κατάσταση ώστε να το βοηθήσουν να ηρεμήσει . Ο τρόπος προσαρμογής των βρεφών σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι να υποβαθμίζουν και να καταστέλλουν τα συναισθήματα ανάγκης που έχουν προς τους γονείς.
3. Αμφίθυμη προσκόλληση
Σε αυτή τη κατηγορία ανήκουν γονείς που είναι υπέρ-απασχολημένοι με δικά τους εσωτερικά θέματα, ανάγκες και ανησυχίες που δεν τους αφήνουν να ασχοληθούν επαρκώς με αυτά του παιδιού τους. Οι γονείς αυτοί διακατέχονται συχνά από έναν φόβο συναισθηματικής εγκατάλειψης και αδιαφορίας από τους άλλους. Βρίσκονται συνεχώς σε μια αγχώδη, συνεχή ανάγκη να γνωρίζουν τί νιώθουν και τί σκέπτονται οι άλλοι για αυτούς, με αποτέλεσμα να υπέρ-απαιτούν από τους άλλους να τους δείχνουν με λόγια ή με πράξεις την αγάπη τους, γιατί φοβούνται μήπως δεν είναι αρεστοί και εγκαταλειφθούν.
Η κατάσταση αυτή μεταφέρεται στην σχέση με το παιδί τους κάνοντας το να σκέφτεται πως υπάρχει μικρή σχέση ανάμεσα στην συμπεριφορά του προς το γονιό και στο αν ο γονιός του θα ανταποκριθεί στις ανάγκες του και αν το κάνει τελικά τί είδους ανταπόκριση θα έχει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να θεωρεί πως ο γονιός του είναι ασυνεπής, άστατος και αντιφατικός.
Ο γονιός είναι απασχολημένος με το αν το παιδί τον αγαπάει και τον εκτιμά και έτσι δεν προσπαθεί να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στις ανάγκες του παιδιού ούτε φυσικά να προσέξει και να αντιληφθεί τις συμπεριφορές προσκόλλησης του. Έτσι σε μια προσπάθεια του παιδιού να αυξήσει την προσοχή του γονιού υπέρ-ενεργοποιεί τις συμπεριφορές προσκόλλησης, αυξάνοντας την ένταση της δυσφορίας που βιώνει.
4. Αποδιοργανωμένη προσκόλληση
Σε αυτή τη κατηγορία ο γονιός είναι σχεδόν απών. Δεν έχει καμία συνέπεια στο τρόπο και τη συχνότητα που εμφανίζεται και η εμφάνισή του μπορεί να είναι απειλητική για το παιδί. Ο γονιός αποτελεί πηγή φόβου και άγχους και το βρέφος βιώνει μια κατάσταση αβεβαιότητας και τρόμου.
Και στους 3 αυτούς τύπους της ανασφαλούς προσκόλλησης, τα παιδιά νιώθουν ότι οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν για να προσελκύσουν τους γονείς τους (π.χ. κλάμα) δεν είναι αποτελεσματικές και οι γονείς δεν ανταποκρίνονται σε καταστάσεις άγχους. Γι’ αυτό το λόγο προσπαθούν να βρουν άλλους τρόπους συμπεριφοράς για να προξενήσουν το ενδιαφέρον και τη προστασία των γονιών. Αυτή η διαδικασία έχει μεγάλο αναπτυξιακό κόστος για το παιδί, καθώς στη προσπάθειά του να βρει εναλλακτικούς τρόπους για να εγείρει το γονεικό ενδιαφέρον, συχνά διαστρεβλώνει την εικόνα του εαυτού του, των αναγκών του καθώς και την εικόνα των άλλων.
Η πρώτη επαφή με το σχολείο
Μέσα σε μια δύσκολη κοινωνική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα το σχολείο και η πρώτη επαφή των παιδιών με αυτό αποτελεί για τους γονείς μια ακόμα πηγή άγχους.
Η έναρξη της σχολικής χρονιάς ειδικά για τους περισσότερο άπειρους, δηλαδή για τους μαθητές της πρώτης τάξης του δημοτικού, είναι μια ημέρα σημαντική και σίγουρα αξιομνημόνευτη σε όλη τη διάρκεια της μετέπειτα ζωής τους. Όσο όμως και αν το κατανοούμε αυτό, είναι σημαντικό να εντοπίσουμε και να εστιάσουμε περισσότερο τόσο στο τι σημαίνει για ένα παιδί η πρώτη επαφή με τις σχολικές υποχρεώσεις όσο και στο πως ο γονέας αλλά και ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να συμπεριφερθεί απέναντι σε αυτή τη νέα πραγματικότητα της οικογένειας.
Η είσοδος στο σχολείο είναι μια από τις πρώτες και σημαντικές αλλαγές που αντιμετωπίζει το παιδί στη ζωή του. Απομακρύνεται από τη βολή του σπιτιού, από τις καθημερινές του συνήθειες και από το συνεχές παιχνίδι. Είναι αναγκασμένο να μπει ξαφνικά σε ένα ξένο περιβάλλον με συνεχείς απαιτήσεις και αυστηρά όρια που μπαίνουν πάντα με συστηματικό τρόπο. Σημαντικά θέματα καλείται να χειριστεί και να αντιμετωπίσει καθημερινά, τα οποία το δυσκολεύουν και χρειάζεται να κατέχει δεξιότητες που θα το βοηθήσουν να τα χειριστεί με αποτελεσματικότητα. Μερικά από αυτά είναι η σχέση με τον εκπαιδευτικό, οι σχολικές υποχρεώσεις απέναντι στα μαθήματα, η σχέση του με τα άλλα παιδιά της τάξης αλλά και η χρήση της τουαλέτας.
Το κάθε παιδί είναι ξεχωριστό και έχει το δικό του τρόπο για να προσαρμοστεί σε αυτή την νέα πραγματικότητα, καθώς και το δικό του χρόνο για να αφομοιώσει όλες τις αλλαγές της καθημερινότητά του. Επομένως αντιδράσεις όπως δειλία, απροσεξία, ανυπακοή και άγχος, όταν δεν εμφανίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα και σε μεγάλη ένταση, δεν θα πρέπει να ανησυχούν υπερβολικά τους γονείς, ειδικά όσους έχουν παιδιά που πηγαίνουν στη πρώτη τάξη του δημοτικού, καθώς σε μεγάλο βαθμό είναι αναμενόμενες και φυσιολογικές.
Από την άλλη υπάρχουν και κάποιοι παράγοντες που μπορούν να δυσκολέψουν τη προσαρμογή ενός παιδιού στο σχολείο όπως η στάση των γονέων απέναντι στη μάθηση, πόσο σημαντικό είναι δηλαδή γι’ αυτούς να έχει μια καλή σχέση το παιδί τους με το σχολείο. Οι φιλοδοξίες και τα όνειρα που έχουν κάνει για τα παιδιά τους, τα μεγαλύτερα αδέλφια και ο ρόλος τους στην οικογένεια αλλά και η δυνατότητα παροχής ενός κατάλληλου περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο το παιδί θα έχει τον απαιτούμενο χώρο για να μελετήσει τα μαθήματά του .
Για τους περισσότερους γονείς, το διάβασμα των μαθημάτων και η καλή επίδοση στο σχολείο αποτελεί μια βασική πηγή ανησυχίας μέσα στη καθημερινότητά τους. Πολλές φορές όμως αυτή η ανησυχία μπορεί να τους οδηγήσει σε λάθη και να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.
Αρχικά θα πρέπει με σαφήνεια να γίνει ένας διαχωρισμός στο μυαλό των γονιών μεταξύ μέσου και σκοπού: Το διάβασμα των μαθημάτων στο σπίτι είναι απλώς το μέσον για να επιτευχθεί ένας σκοπός. Ο σκοπός όμως είναι αυτό που θα πρέπει να κινητοποιεί τα παιδιά προς τη μελέτη. Θα πρέπει τα παιδιά να αποκτήσουν κίνητρο για τη γνώση και να γνωρίζουν τη χρησιμότητα της μελέτης. Διαφορετικά παρατηρείται συχνά το φαινόμενo τα παιδιά να διαβάζουν τα μαθήματά τους μόνο για να ικανοποιήσουν τους γονείς, να έχουν καλή σχέση μαζί τους και να αποκτήσουν τις αμοιβές που μπορεί να τους έχουν υποσχεθεί οι γονείς ως αντάλλαγμα για τους καλούς βαθμούς. Αυτές οι αμοιβές μπορεί βραχυπρόθεσμα να επιτυγχάνουν το σκοπό τους, αλλά μακροπρόθεσμα χάνεται το νόημά τους αν δεν υπάρχει ουσιαστικό κίνητρο για τη μάθηση και έτσι μετατρέπεται απλώς σε μια συναλλαγή μεταξύ γονέα και παιδιού.
Ένα ακόμα κρίσιμο θέμα είναι η ανάμιξη του γονέα στη προετοιμασία των μαθημάτων στο σπίτι. Το παιδί θα πρέπει να γνωρίζει τις αλλαγές που θα υπάρξουν στη ζωή του και τις υποχρεώσεις που θα έχει σε σχέση με τα μαθήματά μετά την είσοδό του στο δημοτικό σχολείο. Η μελέτη των μαθημάτων είναι δική του δουλειά με τη καθοδήγηση φυσικά του εκπαιδευτικού.
Ο γονέας δεν θα ήταν καλό να αναμιγνύεται σε αυτό για διάφορους λόγους. Αρχικά γιατί αυτό το θέμα είναι δουλειά του εκπαιδευτικού που διδάσκει το παιδί. Ο εκπαιδευτικός έχει τις γνώσεις και μπορεί να μεταφέρει στο παιδί τον τρόπο με τον οποίο θα διαβάζει, τις δυσκολίες που μπορεί να συναντήσει και πως θα τις αντιμετωπίσει.
Ακόμα όμως και αν ο γονιός είτε είναι ο ίδιος εκπαιδευτικός είτε έχει γνώσεις πάνω στα γνωστικά αντικείμενα του σχολείου δεν θα ήταν χρήσιμο να εμπλέκεται στη μελέτη του παιδιού στο σπίτι, καθώς έτσι ο ρόλος του ως γονέας αλλοτριώνεται και μπερδεύεται με αυτόν του εκπαιδευτικού.
Έχει παρατηρηθεί ότι αρκετοί γονείς όταν είναι μαζί με τα παιδιά τους ασχολούνται κυρίως με τα μαθήματα του σχολείου, το διάβασμα και τις επιδόσεις τους με αποτέλεσμα να χάνουν ποιοτικό χρόνο που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν με άλλο τρόπο μαζί με τα παιδιά τους, για παράδειγμα συζητώντας ή κάνοντας μαζί μια δραστηριότητα που δεν έχει άμεση αλλά έμμεση σχέση με το σχολείο. Η συνεχής απασχόληση με τα μαθήματα έχει φανεί πως δημιουργεί προβλήματα στη σχέση γονέα παιδιού, καθώς ο γονέας χάνει το ρόλο του συχνά μέσα σε αυτό, γίνεται επικριτικός και το παιδί συχνά νιώθει πως η καλή σχέση με τους γονείς του εξαρτάται από την επίδοσή του στο σχολείο.
Ο ρόλος του γονέα είναι έτσι και αλλιώς πολύ σημαντικός και η δουλειά που έχει να κάνει με το παιδί του είναι δύσκολη και απαιτεί χρόνο και προσπάθεια. Δεν χρειάζεται λοιπόν να φορτωθεί και με το ρόλο του εκπαιδευτικού, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη σχέση με το παιδί του. Θα βοηθήσει αν παραμείνει υποστηρικτικός, επιβλέποντας, όπου χρειάζεται, και πάντα σε συνεργασία με τον εκπαιδευτικό.
Το σχολείο είναι ένας χώρος που εκτός από τη γνώση θα προσφέρει στο παιδί εμπειρίες, οριοθέτηση, θα συμβάλει στη κοινωνικοποίηση του και θα το συνοδέψει στην ανάπτυξή του μέχρι την ενηλικίωση. Θα αποτελέσει το δεύτερο σπίτι του τα πιο κρίσιμα χρόνια της ζωής του και θα γίνει το μέρος που θα το βοηθήσει να ανακαλύψει τα όνειρα και τις επιθυμίες του. Γονείς και εκπαιδευτικοί λοιπόν σε απόλυτη αρμονία ας προσπαθήσουν να γίνουν συνοδοιπόροι σε αυτή τη προσπάθεια, που ειδικά σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε γίνεται ακόμα πιο δύσκολη, και ας βοηθήσουν το παιδί να αναγνωρίσει και να εκτιμήσει τα οφέλη της γνώσης αποκτώντας στόχους και κίνητρα.